Γιατί η κρεμ καραμελέ είναι το τέλειο επιδόρπιο;
Είναι απαλή, ευχάριστη και λιγότερο ισοπεδωτική από τη σοκολάτα. Δυστυχώς όμως οι εκδοχές που βρίσκουμε στο εμπόριο είναι απογοητευτικές.
Παρά την συστηματική γονεϊκή τρομοκρατία του τύπου «μην τρως καραμέλες, θα σου πέσουν τα δόντια» ή «μην παίρνεις ποτέ καραμελίτσες από αγνώστους», τα παιδιά τρελαίνονται για δαύτες. Κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, δεν νομίζω ωστόσο ότι ισχύει το ίδιο στην περίπτωση της κρέμας καραμελέ. Εγώ τουλάχιστον την ζητούσα πάντα ατουμπάριστη και είχα τελειοποιήσει την τεχνική του να σταματώ τη γεώτρηση λίγα χιλιοστά πριν αναβλύσει το απεχθές μαυροζούμι που κρυβόταν στον πάτο. Μεγαλώνοντας, όμως, η κρέμα καραμελέ ανήλθε γρήγορα στις πρώτες θέσεις του προσωπικού μου καταλόγου προτιμήσεων. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι το συγκεκριμένο γλυκό απευθύνεται σε ενήλικες ουρανίσκους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αντίθεση, τόσο γευστικά όσο και χρωματικά, της βελούδινης κρέμας με την καμένη μαύρη ρευστή καραμέλα είναι εξαιρετική. Μετά από ένα δείπνο η κρέμα καραμελέ χαϊδεύει και καθαρίζει το στόμα χωρίς να σβήνει βάναυσα, όπως μια ισοπεδωτική σοκολάτα, την γευστική ανάμνηση των πιάτων που προηγήθηκαν, ενώ τρώγεται ευχάριστα οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο διαδεδομένη αφού μάλλον σερβίρονται περισσότερες κρέμες αυτού του τύπου σε νοσοκομεία παρά σε εστιατόρια ή γαλακτοπωλεία.
Η υπόληψη του γλυκού έχει επίσης τρωθεί και από την άθλια, βιομηχανική του εκδοχή, που κυκλοφορεί σε πλαστική συσκευασία, και από τα έτοιμα μείγματα του εμπορίου τα οποία ουδεμία σχέση έχουν, τόσο από πλευράς πρώτων υλών όσο και αποτελέσματος, με μια αληθινή καλοφτιαγμένη φρέσκια κρέμα. Τέτοια μπορείτε να βρείτε, για παράδειγμα, στην «Δωρίδα», το ιστορικό λουκουματζίδικο του εμπορικού τριγώνου, αρκεί βεβαίως ο κος Θανάσης να αποφασίσει να βγάλει.
Στο παρελθόν και κυρίως στη Γαλλία η κρέμα καραμελέ ήταν το αγαπημένο γλυκό των εστιατόρων γιατί μπορούσε να παρασκευαστεί σε ποσότητα και να κρατηθεί τουλάχιστον για ένα διήμερο. Τα υλικά που απαιτούνται είναι απλά -γάλα, αυγά, ζάχαρη και βανίλια- και το ψήσιμο γίνεται σε μπεν μαρί στο φούρνο, όπως και το ιαπωνικό τσαουαμούσι, αν και το τελευταίο δεν είναι γλυκό.
Πέραν της κρέμας καραμελέ υπάρχει και η, αρκούντως δημοφιλής, πλην ταλαιπωρημένη στη χώρα μας, crème brûlée (καμένη κρέμα), η οποία ήταν γνωστή στα αστικά αθηναϊκά νοικοκυριά του παρελθόντος ως «κρέμα σιδερωτή» γιατί το γεμάτο κάρβουνα μαντεμένιο σίδερο χρησιμοποιείτο για να κάψει την ζάχαρη της επιφάνειας. Οι ζαχαροπλάστες σήμερα χρησιμοποιούν καμινέτο βουτανίου υδραυλικού για την ίδια δουλειά. Ασχέτως της εμπρηστικής μεθόδου, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια τραγανή κρούστα καραμέλας πάνω στην παχιά κρέμα. Το καλύτερο ίσως παράδειγμα είναι η ισπανική, ή σωστότερα καταλανική της εκδοχή, γνωστή ως crema cremada à la Catalana. Εάν βρεθείτε ποτέ στην Βαρκελώνη δοκιμάστε αυτή του αιωνόβιου εστιατορίου Siete Puertas (επτά πόρτες), το οποίο διαθέτει περισσότερα από 170 χρόνια εμπειρίας στην παρασκευή της.
Μπορεί η κρέμα καραμελέ και η καταλανή εξαδέλφη της να είναι τα γνωστότερα γλυκά με καραμέλα, αλλά υπάρχουν πολλά άλλα. Ενα από τα σπουδαιότερα εξ αυτών είναι κατά τη γνώμη μου η αγγλική sticky toffee pudding, η οποία είναι από μόνη της ικανή να αντισταθμίσει την μάλλον φτωχή συνεισφορά των Βρετανών στη διεθνή γαστρονομία. Βασικό υλικό της σφιχτής πουτίγκας είναι οι χουρμάδες σε συνδυασμό με βούτυρο, αυγά, ζάχαρη, αλεύρι, κανέλα κ.λπ. Αφού ψηθεί, τεμαχίζεται ακανόνιστα με το κουτάλι και περιχύνεται με σάλτα toffee (μια παχύρρευστη και ιδιαίτερα… διαιτητική (!) σος καραμέλας με βούτυρο και κρέμα γάλακτος). Σερβίρεται ζεστή και συνοδεύεται θαυμάσια με παγωτό κανέλα ή βανίλια. Αν και βαρύ και πυκνό γλυκό τρώγεται πολύ ευχάριστα μετά από ένα γεύμα ή δείπνο.
Τελικώς και στην γαστρονομία η καραμέλα που δεν πιπιλάει κανείς είναι η καλύτερη, αφού ως υλικό ζαχαροπλαστικής είναι απείρως πιο ενδιαφέρουσα και γοητευτική από τα bonbon τα οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, ρίχνουν μεταξύ άλλων και τα δόντια. Αυτά αφήστε τα για τον πονόλαιμο.